- πεσσοῦ
- πεσσόςoval-shaped stone for playing draughtsmasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πεσσός — Τετράγωνη κολόνα πάνω στην οποία στήριζαν τις αψίδες του θόλου. Στη βυζαντινή αρχιτεκτονική, π. είναι κυρίως η κολόνα που στηρίζει το προστώο της εισόδου των οχυρωμένων μοναστηριών. Η είσοδος των παλαιών αυτών μοναστηριών είχε φρουριακό χαρακτήρα … Dictionary of Greek
κιονόκρανο — Τμήμα του κίονα (κολόνας) το οποίο παρεμβάλλεται ανάμεσα στον κορμό και στο επιστήλιο. Βλ. λ. κίονας. Δείγμα ρομανικού κιονόκρανου (Αίθριο του αβαείου του Μουασάκ, Γαλλία). Κιονόκρανο της υστεροβυζαντινής περιόδου (Κρύπτη του Αγίου Ιωάννη,… … Dictionary of Greek
κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου … Dictionary of Greek
πεσσοειδής — ές, Ν αυτός που έχει σχήμα πεσσού. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεσσός + ειδής*] … Dictionary of Greek
Ελασσόνα — Ημιορεινή κωμόπολη (υψόμ. 300 μ., 7.233 κάτ.) του νομού Λαρίσης, έδρα του ομώνυμου δήμου. Η Ε. βρίσκεται χτισμένη αμφιθεατρικά στους δυτικούς πρόποδες του Κάτω Ολύμπου, σε στρατηγική θέση των περασμάτων από Θεσσαλία προς Μακεδονία. Η Ε. είναι… … Dictionary of Greek